ορθογνώμων

ορθογνώμων
ὀρθογνώμων, -ονος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που σκέπτεται και κρίνει ορθά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)-* + γνώμων (< γιγνώσκω), πρβλ. ισχυρο-γνώμων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὀρθογνώμονα — ὀρθογνώμων thinking masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθογνώμονας — ὀρθογνώμων thinking masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθογνώμονες — ὀρθογνώμων thinking masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθογνώμονι — ὀρθογνώμων thinking masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθογνώμονος — ὀρθογνώμων thinking masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνώμονας — Όργανο που χρησιμεύει για τη χάραξη κάθετων ευθειών καθώς και για τον έλεγχο της καθετότητας δύο ευθειών ή δύο επιπέδων. Αποτελείται από δύο κανόνες σε ορθή γωνία. Για το γεωμετρικό σχέδιο ο γ. κατασκευάζεται, γενικά, σε σχήμα ορθογώνιου τριγώνου …   Dictionary of Greek

  • ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή …   Dictionary of Greek

  • ορθογνωμονώ — ὀρθογνωμονῶ, έω (Α) [ορθογνώμων] σκέπτομαι και κρίνω σωστά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”